- προσεπιμετρώ
- προσεπιμετρῶ -έω, ΝΜΑ [ἐπιμετρώ]νεοελλ.1. συνυπολογίζω2. φρ. «προσεπιμετρώ ποινή»(νομ.) καθορίζω την ποινή που πρέπει να επιβληθεί μέσα στα όρια τα οποία ορίζει ο νόμοςμσν.-αρχ.μετρώ, υπολογίζω και δίνω σε κάποιον κάτι επί πλέον («τὸ πολὺ τῆς ἡμέρας προσεπιμετρεῑ τῷ ὕπνῳ», Πλούτ.)αρχ.(σχετικά με διήγηση) προσθέτω για καλλωπισμό.
Dictionary of Greek. 2013.